- μακαριότητα
- [-ης (-ητος)] η блаженство, счастье;
§ η Υμετέρα (Αύτού) μακαριότητα — ваше (его) святейшество
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ η Υμετέρα (Αύτού) μακαριότητα — ваше (его) святейшество
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μακαριότητα — η 1. το να είναι κανείς μακάριος, ήρεμος, η ευδαιμονία: Μας κοίταξε με μακαριότητα. 2. (εκκλησ.), προσφώνηση πατριάρχη ή αρχιεπισκόπου: Η μακαριότητά του θα τελέσει το μυστήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μακαριότητα — η (AM μακαριότης, ητος) [μακάριος] ευδαιμονία, ευτυχία («καὶ τὸ δὴ τέλος ἁπάσης μακαριότητος εἶναι», Πλάτ.) νεοελλ. 1. πνευματική ή ψυχική γαλήνη, αταραξία 2. πνευματική νωθρότητα, αμεριμνησία, αδιαφορία 3. φρ. «η Αυτού Μακαριότητα» τιμητικός… … Dictionary of Greek
μακαριότητα — μακαριότης happiness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
блаженьство — БЛАЖЕНЬСТВ|О (57), А с. Блаженство, высшее счастье: ми же... хотѩше бл҃жньства. и радости народа июдѣиска причастити. (τῆς μακαριότητος) ПНЧ XIV, 122б; кое. бл҃го пребывавшему в пощении. кое бл҃жньство въ страдании покорѩвшемсѩ. до послѣднего… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αρετή — Στην πορεία της φιλοσοφικής σκέψης η α. έχει λάβει διάφορες σημασίες. Κατά την ελληνική αρχαιότητα υποδήλωνε την ικανότητα για παραγωγή ωφέλιμου αποτελέσματος. Με την πρώτη αυτή σημασία, η α. είναι προϋπόθεση ευδαιμονίας. Φυσική επιτηδειότητα και … Dictionary of Greek
Maria Laina — Born 1947 Patras, Greece Occupation poet, translator, critic Nationality Greek … Wikipedia
варити — ВАР|ИТИ1 (27), Ю, ИТЬ гл. Варить: ти. ѥгда бо братии манастырѩ сего хотѩщемъ варити или хлѣбы пещи... възьметь бл҃гословление. отъ игоумена. ЖФП XII, 48г; нѣции по рожьствѣ ст҃го д҃не х҃а б҃а нашего. варѩть моукоу нѣ съ чимь. и то˫а приносѩще… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αγιογραφία — Ιδιαίτερος κλάδος της ζωγραφικής, του οποίου αποκλειστικό θέμα είναι η ιστόρηση (εικονογράφηση) αγίων προσώπων του χριστιανισμού και θρησκευτικών γενικών παραστάσεων, με προκαθορισμένο τρόπο τεχνικής. Η α. χρησιμοποιείται για την εικονογράφηση… … Dictionary of Greek
επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… … Dictionary of Greek
επαναπαύομαι — (AM ἐπαναπαύω και ἐπαναπαύομαι) μέσ. βασίζομαι, στηρίζω τις ελπίδες μου («επαναπαύεται στις υποσχέσεις τού υπουργού») νεοελλ. 1. εφησυχάζω, απαλλάσσομαι από κάθε μέριμνα ή ανησυχία 2. τό ρίχνω έξω (επειδή στηρίζομαι σε άλλους) μσν. ενεργ. 1.… … Dictionary of Greek
εραννός — Αρχαία πόλη της Κρήτης, που η τοποθεσία της παραμένει άγνωστη. Στη συνθήκη 30 κρητικών πόλεων με τον βασιλιά της Περγάμου Ευμένη B’ (163 π.Χ.), οι κάτοικοι της πόλης αναφέρονται ως Ερώνιοι, και αλλού τους ονομάζουν άλλοτε Εραννίους και άλλοτε… … Dictionary of Greek